σκυτοτόμος — σκῡτοτόμος , σκυτοτόμος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτόμοις — σκυτότομος leather cutter masc dat pl σκῡτοτόμοις , σκυτοτόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτόμου — σκυτότομος leather cutter masc gen sg σκῡτοτόμου , σκυτοτόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτόμους — σκυτότομος leather cutter masc acc pl σκῡτοτόμους , σκυτοτόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτόμων — σκυτότομος leather cutter masc gen pl σκῡτοτόμων , σκυτοτόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτόμῳ — σκυτότομος leather cutter masc dat sg σκῡτοτόμῳ , σκυτοτόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοτομικός — ή, όν, Α [σκυτοτόμος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκυτοτομικός ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ… … Dictionary of Greek
σκυτοτομώ — έω, Α [σκυτοτόμος] είμαι σκυτοτόμος, κόβω δέρματα για την κατασκευή υποδημάτων … Dictionary of Greek
САПОЖНИК — • Sutor, σκυτοτόμος, шорник; sutor cerdo или s. veteramentarius, С. или башмачник, занимавшийся особенно починкой обуви. С. работали, как и сейчас, сидя. Для резанья кожи они употребляли разного рода ножи: нож режущий по прямой линии… … Реальный словарь классических древностей
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей